Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Ανατολή...πάντα εκεί! (22/8/2005)






Ακροβατώντας στο όνειρο, έκανα τη σκέψη μου πανί και ταξίδεψα στη θάλασσα της σιωπής μου.
Μία λεπτή κλωστή τα αισθήματά μου. Ένα βήμα αριστερά το μίσος, ένα βήμα δεξιά η αγάπη.
Κι εγώ στη μέση πάντα να ισορροπώ. Ή έτσι ήθελα να νομίζω…
Ποτάμια από δάκρυα, καταιγίδες ανέλπιστης χαράς, βουνά από πόνο και ατέλειωτα δάση ελπίδας. 

Σκέφτηκα, ξέρεις, να αλλάξω, για το καλό μου, να προφυλαχτώ… Ίσως αν γέμιζα την καρδιά μου με λουλούδια, αν ελευθέρωνα χιλιάδες πεταλούδες στην ψυχή μου, να βασίλευε για πάντα ένας λαμπερός ήλιος και μια ατέλειωτη άνοιξη. Μα κάτι δε λογάριασα καλά, κάτι θα ξέφυγε από το σχέδιο και η πλάνη ήρθε να μου θυμίσει την ύπαρξή της. Η γλυκιά αύρα που χάιδευε τα λουλούδια μου έγινε παγερός άνεμος και ξερίζωσε τους κήπους της καρδιάς μου. Χιόνι ήρθε και πάγωσε τα πάντα στο πέρασμά του. Οι πεταλούδες μου δεν πρόλαβαν να κρυφτούν. Τα αποδημητικά πουλιά των ονείρων μου δεν πρόφτασαν να πετάξουν για άλλα μέρη. Ποτέ δε βρήκαν κάπου ζεστασιά για να φωλιάσουν τις ελπίδες τους… Και βρέθηκα μόνη πάλι να αναρωτιέμαι τι δεν έκανα καλά και ταξιδεύω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του μυαλού μου με μια ετοιμόρροπη βάρκα που μπάζει από παντού.


Το βλέμμα άλλαξε και στράφηκε στην ανατολή. Πάντα στη ζωή μου εκεί που όλα έδειχναν να σκοτεινιάζουν, που σιγά σιγά μια ανελέητη νύχτα άπλωνε τα σκοτεινά της πέπλα παντού μες στην ψυχή μου, εγώ, έτσι ξαφνικά και ανεξήγητα, έστρεφα το βλέμμα στην ανατολή. Και πάντα, θες από αισιοδοξία, θες από αδυναμία ή από τρέλα, πάντα έβλεπα έναν ήλιο να προβάλλει βαθιά μες στον ορίζοντα. Άλλοτε πραγματικό, άλλοτε δημιούργημα της φαντασίας μου. Μα, αλήθεια, τι σημασία έχει; Άλλωστε πραγματικό είναι ό,τι νομίζουμε εμείς πραγματικό. Κι έτσι, κάθε φορά έχτιζα κι εγώ μια νέα πραγματικότητα. Έβαζα λίγο απ’ όλα… λίγο από ψέμα, λίγο από αλήθεια, λίγη λογική, λίγη τρέλα…Μ’ άρεσε η ποικιλία… Κι έτσι άλλαζα ρότα στο ταξίδι της καρδιάς. Πήγαινα για τον ήλιο που ανέτειλε κι όσο πλησίαζα τόσο η ζεστασιά του πλημμύριζε την ψυχή μου. Κι άφηνα το γλυκό αεράκι να χαϊδεύει τα μαλλιά μου, κι άγγιζα με τις άκρες των δαχτύλων μου τη δροσερή γαληνεμένη θάλασσα…


Τελικά, τι άλλο είναι η ζωή από ένα μεγάλο ταξίδι στ’ ανοιχτά της θάλασσας; Τι άλλο είσαι εσύ από έναν άπειρο καπετάνιο που πολλές φορές χωρίς καν να ξέρεις να κολυμπάς σε ρίχνουν στα βαθιά, μες στα αγριεμένα κύματα και σου λεν «Ξεκίνα! Ξεκίνα το ταξίδι της ζωής σου!». Ένα ταξίδι χωρίς χάρτη, χωρίς προορισμό, χωρίς πυξίδα… Ένα ταξίδι αληθινή πρόκληση… Μόνος σου μπαίνεις στη βαρκούλα σου και μόνος σου θα είσαι όταν θα βουλιάξει. Μην τη φοβάσαι τη μοναξιά. Θα τη συνηθίσεις, θα την αγαπήσεις και πίστεψέ με πολλές φορές θα την επιλέξεις κι εσύ ο ίδιος…


Και να’σαι λοιπόν μες στη βαρκούλα σου να ταξιδεύεις στη θάλασσα. Και να’μαι κι εγώ μες στη βαρκούλα μου να ταξιδεύω στη θάλασσα. Σου κούνησα ένα άσπρο μαντήλι όταν συναντήθηκαν οι ματιές μας ανάμεσα στα κύματα. Μου χαμογέλασε το βλέμμα σου. Έστειλα δυο φιλιά με ένα κάτασπρο γλάρο κι εσύ μου έγραψες  το «σ’αγαπώ» σου στη θάλασσα. Είπαμε να ταξιδέψουμε μαζί, να μοιραστούμε τη θάλασσα, να σου δώσω τα πανιά μου, να μου δώσεις τον ήλιο σου. 
Μα ο καιρός άλλαξε… Η θάλασσα φουρτούνιασε και πια δεν έβλεπα το «σ’ αγαπώ» σου, δεν ήθελες πια τα πανιά μου… ο ήλιος σου σκοτείνιασε… Ξέφτισε το χαμόγελο από το βλέμμα σου, ο γλάρος μου πέταξε μακριά… Έμεινε μόνο το άσπρο μου μαντήλι, μουσκεμένο από τα δάκρυα της εγκατάλειψης… Με συνεπήρε ο άνεμος και το κύμα κι άλλαξε η βαρκούλα μου πορεία…


Τι τα θες…όσο έψαχνα απάγκιο τόσο το τοπίο άλλαζε…όσο αναζητούσα το λιμάνι, τόσο ανοιγόμουν σε πελάγη και ωκεανούς. Ίσως τελικά οι στόχοι να μη με βοήθησαν ποτέ στη ζωή μου. Σαν κατάρα ένα πράμα… όταν είχα σαφή πορεία στο ταξίδι μου, όλα να στραβώνουν. 'Οταν πάλι βάδιζα στο άγνωστο, χωρίς προορισμό, δίχως σκοπό και στόχο, τότε όλα αποκτούσαν ένα ξεχωριστό νόημα. Τότε το αναπάντεχα ευχάριστο, το απροσδόκητα καλό ερχόταν και θρόνιαζε στα βάθη όλου μου του «είναι».


Με τον καιρό έμαθα να φτιάχνω τους φάρους της ψυχής μου, έμαθα να χτίζω τείχη στην καρδιά μου. Και ξέρεις, όταν ξανασυναντήθηκαν οι δρόμοι μας, όταν ξαναείδα τη βαρκούλα σου και συναντήθηκαν οι ματιές μας, δεν κούνησα πια το άσπρο μου μαντήλι κι ας είδα το βλέμμα σου να μου χαμογελά. Έστρεψα τα πανιά μου στην αντίθετη κατεύθυνση. Πάλεψα, ξέρεις, πόνεσα κι έκλαψα, μα ήταν κι αυτός ο αναθεματισμένος φάρος που αναβόσβηνε συνεχώς…
Κι έτσι από τότε έμαθα να υπακούω τους φάρους μου. Άλλοτε με μεγαλύτερη δυσκολία κι άλλοτε με μικρότερη…όμως πάντα τους υπάκουα…


Πέρασε ο καιρός, γέμισα με πείρα, δεν είμαι πια σαν την αρχή. Όμως ακόμα προσπαθώ… έρχονται στιγμές που δυσκολεύομαι, αλήθεια, μα δεν το βάζω κάτω. Έχω βρει πολλούς φάρους τώρα πια κι έτσι αν τύχει και ξαναπεράσω από το ίδιο σημείο, ή από κάποιο καινούργιο που του μοιάζει, δεν ξανακάνω το ίδιο λάθος. Έφτιαξα τη βαρκούλα μου καλύτερα, την έκανα να αντέχει στις φουρτούνες περισσότερο, να μην μπάζει νερά με τη μία. Τώρα ταξιδεύω πιο άνετα. Έχω βάλει το άσπρο μου μαντήλι για σημαία κι έχω πάντα ένα γλάρο συντροφιά. Και ξέρεις κάτι; τώρα πια δεν προσμένω τη βαρκούλα σου, τώρα πια δε θα πονέσω αν σε δω. Έμαθα να ταξιδεύω μόνη. Είναι καλύτερα έτσι…Πολλές φορές δε γυρνάω καν να κοιτάξω την ανατολή για να πάρω κουράγιο… Απλά ξέρω πια, πως πάντα θα’ναι εκεί… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου