Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Μια εικόνα...

Θέλω απλά να μοιραστώ μια εικόνα.
Να περπατώ στο δρόμο και κόσμος γύρω.
Να σηκώνω το κεφάλι και να χαιρετώ αυτόν που περνά δίπλα μου κι εκείνος να μου ανταποδίδει το χαιρετισμό.
Να μη μοιάζω τρελή, να μη φαίνομαι σα να' χω έρθει από άλλη εποχή, από άλλο κόσμο.
Να υπάρχει χαμόγελο και μια ευγένεια στο χώρο.
Ο κόσμος να είναι πρόσχαρος και χαμογελαστός.
Και όχι! Δεν είναι θέμα έλλειψης προβλημάτων ή μη.
Είναι απλά θέμα παιδείας.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Ευχή

Και να' μουν, λέει, στην αγκαλιά του φεγγαριού.
Kαι να' σουν κι εσύ δίπλα μου. Να ζωγραφίζαμε μαζί τ' αστέρια.
Και πού και πού να σπρώχναμε κανένα για να πέσει.
Δώρα ευχές σ' έναν κόσμο που μοιάζει λειψός.
Σ' έναν κόσμο που κάτι φαίνεται
να λείπει...

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Το εφήμερο

Το εφήμερο της ύπαρξης. Το αβέβαιο της ζωής. Το προσωρινό που διαρκεί όσο υπάρχει το "τώρα", πεθαίνει στο "αύριο" και ξαναγεννιέται κάθε φορά που η επόμενη στιγμή γίνεται παρόν. Μια συνεχής επανάληψη του "τώρα", αυτό είναι η ζωή. Αυτό είμαστε κι εμείς. Ένας σωρός από "τώρα" που μαζεύονται κάθε στιγμή και ορίζουν το χρόνο μας. 
Και έρχονται φορές που αυτή η αβεβαιότητα της ύπαρξης μάς κατακλύζει, μας γεμίζει ανασφάλεια και φόβο. Και μπορεί να χάσουμε στιγμές από το μόνο που μας ανήκει, από το "εδώ" και το "τώρα". Να γεμίσουμε άγχος, φόβο και θλίψη, σκεπτόμενοι την προσωπική στιγμή του καθενός που το παρόν του δε θα το διαδεχθεί κανένα άλλο παρόν, που το προσωρινό δε θα ξαναϋπάρξει, που το "αύριο" δε θα έρθει ποτέ. Κι έτσι απλά η ζωή θα τερματίσει. Θα κλείσει τον κύκλο της. Και μαζί της κι εμείς.
Μα τι θα ήταν η ζωή χωρίς το θάνατο; Τι θα ήταν η αρχή χωρίς το τέλος; Τι αξία θα' χε  ένα ταξίδι χωρίς προορισμό; 
Μα όπως και να το σκεφτόμαστε, όπως και να το αντιμετωπίζουμε, η ζωή συνεχίζεται, διαρκώς και αδιαλλείπτως. Ορίζει το μεγαλείο της στο σύνολο των προσωρινών κι εφήμερων περασμάτων όλων μας. Κι έτσι τελικά το προσωρινό γίνεται μόνιμο και το εφήμερο παντοτινό. Και όλο αυτό λέγεται ζωή! Και ναι! Είναι ένα θαύμα!


Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Στιγμή

Το τελευταίο τσιγάρο της μέρας... Άρωμα Κυριακής. Ξέρεις, αυτό που κουβαλάει κάτι από χαρά, κάτι και από λύπη. Γλυκειά μελαγχολία. Φώτα χαμηλωμένα. Ένα ποτήρι κρασί. Μια ρουφηξιά ακόμα. Ο καπνός να γεμίζει το χώρο, να χορεύει σε σχήματα.  Μουσική να ντύνει τη στιγμή, όμορφα, ιδιαίτερα, απλά.Και οι στίχοι να κολλούν στο μυαλό και στα χείλη...
"Με τσιγάρα βαριά... Μια βουτιά στα βαθειά...Κι επιπλέω...
Κι ας μην είναι σωστό... Πάντα ό,τι σκεφτώ... Θα το λέω..."



Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Ανατολή...πάντα εκεί! (22/8/2005)






Ακροβατώντας στο όνειρο, έκανα τη σκέψη μου πανί και ταξίδεψα στη θάλασσα της σιωπής μου.
Μία λεπτή κλωστή τα αισθήματά μου. Ένα βήμα αριστερά το μίσος, ένα βήμα δεξιά η αγάπη.
Κι εγώ στη μέση πάντα να ισορροπώ. Ή έτσι ήθελα να νομίζω…
Ποτάμια από δάκρυα, καταιγίδες ανέλπιστης χαράς, βουνά από πόνο και ατέλειωτα δάση ελπίδας. 

Σκέφτηκα, ξέρεις, να αλλάξω, για το καλό μου, να προφυλαχτώ… Ίσως αν γέμιζα την καρδιά μου με λουλούδια, αν ελευθέρωνα χιλιάδες πεταλούδες στην ψυχή μου, να βασίλευε για πάντα ένας λαμπερός ήλιος και μια ατέλειωτη άνοιξη. Μα κάτι δε λογάριασα καλά, κάτι θα ξέφυγε από το σχέδιο και η πλάνη ήρθε να μου θυμίσει την ύπαρξή της. Η γλυκιά αύρα που χάιδευε τα λουλούδια μου έγινε παγερός άνεμος και ξερίζωσε τους κήπους της καρδιάς μου. Χιόνι ήρθε και πάγωσε τα πάντα στο πέρασμά του. Οι πεταλούδες μου δεν πρόλαβαν να κρυφτούν. Τα αποδημητικά πουλιά των ονείρων μου δεν πρόφτασαν να πετάξουν για άλλα μέρη. Ποτέ δε βρήκαν κάπου ζεστασιά για να φωλιάσουν τις ελπίδες τους… Και βρέθηκα μόνη πάλι να αναρωτιέμαι τι δεν έκανα καλά και ταξιδεύω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του μυαλού μου με μια ετοιμόρροπη βάρκα που μπάζει από παντού.


Το βλέμμα άλλαξε και στράφηκε στην ανατολή. Πάντα στη ζωή μου εκεί που όλα έδειχναν να σκοτεινιάζουν, που σιγά σιγά μια ανελέητη νύχτα άπλωνε τα σκοτεινά της πέπλα παντού μες στην ψυχή μου, εγώ, έτσι ξαφνικά και ανεξήγητα, έστρεφα το βλέμμα στην ανατολή. Και πάντα, θες από αισιοδοξία, θες από αδυναμία ή από τρέλα, πάντα έβλεπα έναν ήλιο να προβάλλει βαθιά μες στον ορίζοντα. Άλλοτε πραγματικό, άλλοτε δημιούργημα της φαντασίας μου. Μα, αλήθεια, τι σημασία έχει; Άλλωστε πραγματικό είναι ό,τι νομίζουμε εμείς πραγματικό. Κι έτσι, κάθε φορά έχτιζα κι εγώ μια νέα πραγματικότητα. Έβαζα λίγο απ’ όλα… λίγο από ψέμα, λίγο από αλήθεια, λίγη λογική, λίγη τρέλα…Μ’ άρεσε η ποικιλία… Κι έτσι άλλαζα ρότα στο ταξίδι της καρδιάς. Πήγαινα για τον ήλιο που ανέτειλε κι όσο πλησίαζα τόσο η ζεστασιά του πλημμύριζε την ψυχή μου. Κι άφηνα το γλυκό αεράκι να χαϊδεύει τα μαλλιά μου, κι άγγιζα με τις άκρες των δαχτύλων μου τη δροσερή γαληνεμένη θάλασσα…


Τελικά, τι άλλο είναι η ζωή από ένα μεγάλο ταξίδι στ’ ανοιχτά της θάλασσας; Τι άλλο είσαι εσύ από έναν άπειρο καπετάνιο που πολλές φορές χωρίς καν να ξέρεις να κολυμπάς σε ρίχνουν στα βαθιά, μες στα αγριεμένα κύματα και σου λεν «Ξεκίνα! Ξεκίνα το ταξίδι της ζωής σου!». Ένα ταξίδι χωρίς χάρτη, χωρίς προορισμό, χωρίς πυξίδα… Ένα ταξίδι αληθινή πρόκληση… Μόνος σου μπαίνεις στη βαρκούλα σου και μόνος σου θα είσαι όταν θα βουλιάξει. Μην τη φοβάσαι τη μοναξιά. Θα τη συνηθίσεις, θα την αγαπήσεις και πίστεψέ με πολλές φορές θα την επιλέξεις κι εσύ ο ίδιος…


Και να’σαι λοιπόν μες στη βαρκούλα σου να ταξιδεύεις στη θάλασσα. Και να’μαι κι εγώ μες στη βαρκούλα μου να ταξιδεύω στη θάλασσα. Σου κούνησα ένα άσπρο μαντήλι όταν συναντήθηκαν οι ματιές μας ανάμεσα στα κύματα. Μου χαμογέλασε το βλέμμα σου. Έστειλα δυο φιλιά με ένα κάτασπρο γλάρο κι εσύ μου έγραψες  το «σ’αγαπώ» σου στη θάλασσα. Είπαμε να ταξιδέψουμε μαζί, να μοιραστούμε τη θάλασσα, να σου δώσω τα πανιά μου, να μου δώσεις τον ήλιο σου. 
Μα ο καιρός άλλαξε… Η θάλασσα φουρτούνιασε και πια δεν έβλεπα το «σ’ αγαπώ» σου, δεν ήθελες πια τα πανιά μου… ο ήλιος σου σκοτείνιασε… Ξέφτισε το χαμόγελο από το βλέμμα σου, ο γλάρος μου πέταξε μακριά… Έμεινε μόνο το άσπρο μου μαντήλι, μουσκεμένο από τα δάκρυα της εγκατάλειψης… Με συνεπήρε ο άνεμος και το κύμα κι άλλαξε η βαρκούλα μου πορεία…


Τι τα θες…όσο έψαχνα απάγκιο τόσο το τοπίο άλλαζε…όσο αναζητούσα το λιμάνι, τόσο ανοιγόμουν σε πελάγη και ωκεανούς. Ίσως τελικά οι στόχοι να μη με βοήθησαν ποτέ στη ζωή μου. Σαν κατάρα ένα πράμα… όταν είχα σαφή πορεία στο ταξίδι μου, όλα να στραβώνουν. 'Οταν πάλι βάδιζα στο άγνωστο, χωρίς προορισμό, δίχως σκοπό και στόχο, τότε όλα αποκτούσαν ένα ξεχωριστό νόημα. Τότε το αναπάντεχα ευχάριστο, το απροσδόκητα καλό ερχόταν και θρόνιαζε στα βάθη όλου μου του «είναι».


Με τον καιρό έμαθα να φτιάχνω τους φάρους της ψυχής μου, έμαθα να χτίζω τείχη στην καρδιά μου. Και ξέρεις, όταν ξανασυναντήθηκαν οι δρόμοι μας, όταν ξαναείδα τη βαρκούλα σου και συναντήθηκαν οι ματιές μας, δεν κούνησα πια το άσπρο μου μαντήλι κι ας είδα το βλέμμα σου να μου χαμογελά. Έστρεψα τα πανιά μου στην αντίθετη κατεύθυνση. Πάλεψα, ξέρεις, πόνεσα κι έκλαψα, μα ήταν κι αυτός ο αναθεματισμένος φάρος που αναβόσβηνε συνεχώς…
Κι έτσι από τότε έμαθα να υπακούω τους φάρους μου. Άλλοτε με μεγαλύτερη δυσκολία κι άλλοτε με μικρότερη…όμως πάντα τους υπάκουα…


Πέρασε ο καιρός, γέμισα με πείρα, δεν είμαι πια σαν την αρχή. Όμως ακόμα προσπαθώ… έρχονται στιγμές που δυσκολεύομαι, αλήθεια, μα δεν το βάζω κάτω. Έχω βρει πολλούς φάρους τώρα πια κι έτσι αν τύχει και ξαναπεράσω από το ίδιο σημείο, ή από κάποιο καινούργιο που του μοιάζει, δεν ξανακάνω το ίδιο λάθος. Έφτιαξα τη βαρκούλα μου καλύτερα, την έκανα να αντέχει στις φουρτούνες περισσότερο, να μην μπάζει νερά με τη μία. Τώρα ταξιδεύω πιο άνετα. Έχω βάλει το άσπρο μου μαντήλι για σημαία κι έχω πάντα ένα γλάρο συντροφιά. Και ξέρεις κάτι; τώρα πια δεν προσμένω τη βαρκούλα σου, τώρα πια δε θα πονέσω αν σε δω. Έμαθα να ταξιδεύω μόνη. Είναι καλύτερα έτσι…Πολλές φορές δε γυρνάω καν να κοιτάξω την ανατολή για να πάρω κουράγιο… Απλά ξέρω πια, πως πάντα θα’ναι εκεί… 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Κλεψύδρα

Μια κλεψύδρα άμμου, που χάνεται, σβήνει τελικά.
Ο χρόνος που κρύβεται σε ημίμετρα, βάφεται στα χρώματα του συμβιβασμού, ξεπουλιέται στις αγορές και στα παζάρια όσο όσο. 
Μια ψυχή που παλεύει να ισορροπήσει στο τεντωμένο σκοινί μιας παράλογης λογικής κι ενός συγκρατημένου πάθους.
Μια βουτιά θάνατος σ' έναν ωκεανό σκέψεις.
Μια νύχτα τρομαγμένη απ' τα φώτα που σβήνουν, απ' τα μάτια που κλείνουν και δεν κοιμούνται, απ' τις ζωές που πονάνε πιο πολύ κι απ' το θάνατο, απ' αυτούς που νιώθουν πιο μόνοι από ποτέ.
Κι η άμμος κυλάει όπως το αίμα στις φλέβες. 
Κι ο χρόνος περνάει όπως η γη γυρίζει. Έτσι απλά και σταθερά. Παγκόσμια αρχή. 
Κι έτσι απλά, όλα συνεχίζουν την πορεία τους, παίζουν το ρόλο τους στην πελώρια σκηνή του σύμπαντος.
Κι όλο αυτό το θέατρο συνεχίζεται, έτσι απλά. Συνεχώς κι αδιάκοπα...








Για ένα φίλο...



Μπορεί να τύχει να ακούσεις μια μουσική και να είναι ακριβώς ό,τι γύρευες για τη στιγμή.
Μπορεί  να καταφέρει να ντύσει με τις νότες της κάθε σου σκέψη, κάθε σου συναίσθημα, όλο σου το "είναι".
Και να πεις, αν τώρα, αυτή τη στιγμή, ήμουν μουσική, θα ήμουν σίγουρα αυτή!
Υ.Γ.: Κι ένας φίλος με μια απλή ανάρτηση να σε αγγίξει τόσο...!

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Απλά πράγματα...


Να σε ξυπνάει η μυρωδιά του ζεστού καφέ.
Να στέκει η αγάπη στην άκρη του κρεβατιού μ' ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη μόνο για σένα, μ' ένα βλέμμα που στάζει έρωτα μέσα στο βλέμμα το δικό σου.
Να ανάβεις τσιγάρο και να κλείνεις τα μάτια.
Να υπάρχεις... Να ζεις... Να ονειρεύεσαι...
Ναι! Αυτό είναι ευτυχία!





Μια χούφτα σκέψεις...





















Μια χούφτα ουρανός είναι η σκέψη μου απόψε. Μικρά μικρά αστεράκια να τρεμοσβήνουν, να τα ντύσω με ευχές για όταν πέσουν. Έτσι... για να μη λυπηθώ. Να κάνω ευχάριστη την πτώση, το χαμό.
Μαύρος ο ουρανός μου απόψε, δίχως σύννεφα, απλά νυχτωμένος, όπως κι εγώ άλλωστε. Βαθιά νυχτωμένη πάντα, να ζω στα δικά μου σκοτάδια, παρέα μ' ένα σωρό φεγγάρια πανσέληνα να φέγγουν τη ματιά μου και το διάβα μου...

Μια χούφτα θαλασσινή αλμύρα απλώθηκε στο σύμπαν αυτή τη βραδιά, δάκρυ αποχαιρετιστήριο από ένα καλοκαίρι φευγάτο. Για να ποτίσει το μάγουλο του κόσμου, για να κυλήσει στα χείλη του καιρού. Μπας και γεμίσει γεύση η στιγμή και θελήσεις να τη γευτείς με όρεξη. Μπας και το φθινόπωρο φορέσει κάτι απ' ό,τι φεύγει, απ' ό,τι αποδημεί και χάνεται...

Μια χούφτα χρυσόσκονη μού πέταξαν στα μάτια. Να δω την πλάση λαμπερή, το γύρω μου χρυσάφι. Τι να το κάνεις, όμως, εξαπατήθηκα. Για μια μόνο στιγμή θαμπώθηκα. Μετά, παρέα πάλι το σκοτάδι. Μα δε με πείραξε η χρυσόσκονη, ούτε το σκοτάδι που απέμεινε και πάλι. Μόνο με πείραξε που αφέθηκα και πάλι να εξαπατηθώ. Που άλλα περίμενα και άλλα έγιναν. Αυτήν την ελπίδα να μην είχα πάντα συντροφιά κι ίσως να μην πετούσα τόσο συχνά στα ουράνια. Ίσως να πατούσα πιο γερά στη γη. Μα, πάντα, η σκέψη μου νεράιδα κι ο νους μου αερικό. Έτσι, για να χάνονται σε τόπους μαγικούς κι ονειρεμένους, σε τόπους υπαρκτούς μόνο στα παραμύθια της ζωής μου.

Μια χούφτα βότσαλα μου χάρισε η θάλασσα μια νύχτα που καθόμουν κοντά της. Με λυπήθηκε μάλλον που ήμουν μόνη. "Για συντροφιά", μου 'πε κι ύστερα γύρισε μ' ένα κύμα πίσω στο απέραντο σπίτι της. Κι ένιωσα τόσο μόνη, λες κι η μοναξιά μου είχε πάρει μορφή, υφή, διάσταση σε τούτα τα βότσαλα. Θύμωσα! Πέταξα τα βότσαλα με δύναμη πίσω στη θάλασσα, να πάρει μακριά τη θλίψη μου, τις άδειες μου στιγμές. Μα τι ανώφελη σκέψη... Τι άσκοπη πράξη... Κύματα ήρθαν και ξέβρασαν τη μοναξιά στα πόδια μου...

Μια χούφτα λάθη σκέφτηκα απόψε... Τι έπιασε την ψυχή και ντύθηκε ανάμνηση; Ποιο όστρακο μαρτύρησε τ' ανείπωτα μυστικά μου; Σε ποια διαδρομή μπερδεύτηκε η σκέψη μου; Ποια χούφτα δάκρυα πότισε τη ματιά μου και θόλωσε το βλέμμα; Ποιο "χτες" στολίστηκε με τα καλά του και μου 'κανε επίσκεψη απρόσκλητο;
Στείλε μου δυο φιλιά να φέρουν τον ύπνο στα βλέφαρά μου. Ζητά να ημερέψει η καρδιά, να κοιμηθεί η σκέψη. Φέρε μου ένα όνειρο να βάψει με πλάνη τη σιωπή μου, να την κάνει πολύχρωμη, να ντύσει με χρώμα τη φυγή μου. Και μη νοιαστείς για όταν ξυπνήσω. Έχω συνηθίσει τα σκοτάδια της μέρας μου... 


Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Δεν αρκείς...

Με κούρασες...
Κατάλαβα πια τη διαφορά.
Σε είδα και είδα μόνο την ανασφάλεια βαμμένη στο χρώμα των ματιών σου.
Είδα δειλία και μπέρδεμα ζωής να υπάρχει στο μυαλό σου.
Είδα βόλεμα και παραμύθι έτοιμο να ειπωθεί στις άκρες των χειλιών σου.
Γύρισα την πλάτη κι έφυγα και δεν ξανακοίταξα πίσω.
Έτσι απλά!
Δεν είσαι... Δεν κάνεις... Δεν αρκείς...


Δειλία

Σ' ένα βλέμμα ήρθε και κρύφτηκε όλη η ζωή κι ο θάνατος μαζί. 
Σε μια ματιά ήρθε και φώλιασε όλη η χαρά κι η λύπη.
Τρόμαξα όταν συναντήθηκαν οι ματιές μας.
Πώς να χωρέσω τόση ευτυχία και δυστυχία μαζί;
Πώς να σηκώσω όλο το βάρος της χαμένης σου ψυχής;
Πώς να βαφτώ στο άσπρο και στο μαύρο;
Πώς να αντέξω το φως της συννεφιάς σου;
Το 'βαλα στα πόδια... Ναι!
Ζήτησα έλεος από τον ουρανό και οίκτο απ' το φεγγάρι.
Να ξημερώσει, να χαθείς, ο ήλιος να σε πάρει.
Κι έκλαψα στην πρώτη ακτίνα που φάνηκε.
Έκλαψα για τη ζωή που έχανα και για το θάνατο που ξεγέλασα.
Για το χρόνο που κέρδισα...
Για το χρόνο που έχασα...


Μια καληνύχτα















Και τώρα πες ένα τραγούδι - καληνύχτα.
Ψιθύρισέ μου ένα σκοπό - νανούρισμα.
Συντροφιά για τα δάση των ονείρων μου,
για τις ακρογιαλιές των πόθων μου.
Εκεί που τα κοχύλια κρατούν τα μυστικά μου,
εκεί που τα κύματα μιλούν για τον έρωτα
και τ' αστέρια λάμπουν μόνο για τους ερωτευμένους.
Πες μου, λοιπόν, μια καληνύχτα.
Να ντύσει τα βλέφαρά μου με το πέπλο της νυχτιάς.
Να πετάξει το κορμί σε κόσμους μαγικούς.
Να ταξιδέψει η ψυχή σε ουρανούς γεμάτους φεγγάρια.
Για να ξυπνήσω αύριο μ' ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη.
Μ' ένα χάδι σου αγκαλιά στην αγκαλιά μου.
Και μ' έναν ήλιο λαμπερό να φωτίζει την καρδιά μου!

Φυγή

Θα φύγω. Απ' όλους και απ' όλα μακριά. Για κάτι καλύτερο...
Πρέπει να παλέψω. Το χρωστάω πάνω απ' όλα στον εαυτό μου.
Και ό,τι γίνει...
Κι όσες φορές είπα να προφυλάξω τον εαυτό μου, τι κατάλαβα;
Μαντάρα τα' κανα...
Αυτή τη φορά λέω να τολμήσω.
Κι ας μου στείλει ο Θεός σημάδι.
Κι ας μου δείξει η ζωή το δρόμο.
Θέλω λίγη βοήθεια, ή, καλύτερα, μια επιβεβαίωση της σκέψης μου.
Κι είμαι έτοιμη, αλήθεια, να ανοίξω τα πανιά μου...

Σ' έναν καμβά γεμάτο σκόνη...


Σ’έναν καμβά γεμάτο σκόνη, σε μια θολούρα που ζυγίζει το βλέμμα σου. Χάθηκες… 
Κάπου ανάμεσα σ’ένα ταξίδι δάκρυ και σ’έναν πόλεμο ψυχής γεμάτο λάθη έκρυψες τα κομμάτια σου να μην τα βρουν, τάχα, οι ληστές της ζωής. 
Ξεγελάστηκες… Αυταπατήθηκες… Ηττήθηκες οικτρά… 
Εγκλωβισμένος για πάντα στην αέναη απάτη του μυαλού σου.
Δεν χώρεσες, δεν μπόρεσες, δεν ταίριαξες… 
Και τώρα κοιτάς τα ξεθωριασμένα χρώματα μιας ζωής, την άοσμη και άχρωμη ύλη του κορμιού σου, να στέκει εκεί και να απαντά στο σκοτεινό σου βλέμμα για πάντα αποτυπωμένη, αθάνατα ζωγραφισμένη.
Σ’ έναν καμβά γεμάτο σκόνη…

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Νυχτερινό

Κι είπες μια νύχτα μ'ένα φεγγάρι χλωμό και κουρασμένο να μιλήσεις στην ψυχή σου.
Και τότε κρύφτηκαν τ'αστέρια στις σπηλιές τ' ουρανού και το φεγγάρι βούτηξε στη μαύρη θάλασσα. 
Έτσι... για να μην υπάρχουν μάρτυρες, να μην μπορέσει κανείς να πει τι έγινε εκείνη τη νύχτα.
Κι έτσι, κανείς δεν άκουσε τι είπες στην ψυχή σου. 
Κανείς δεν είδε όλες τις πληγές της καρδιάς σου ανοιχτές, δεν άγγιξε το αίμα που έτρεχε, δεν μπόρεσε να σκουπίσει τα δάκρυα των ματιών σου και να σε πάρει αγκαλιά,
όταν με αναφιλητά πενθούσες το θάνατο της ζωής σου.
Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα...